-
1 κύρωσις
κύρωσις, ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.
-
2 κύρωσις
κύρωσις, ἡ, u. κῡρωμα, τό, Bestätigung, Bekräftigung; πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung